Άρθρα

Άρθρο του Συνεργάτη μας κ. Μιχάλη Θεοδωρακόπουλου – “Εργαζόμενοι – Όμηροι των Εργοδοτών”

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 677/17: “ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ – ΟΜΗΡΟΙ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ”

Ουδείς θα μπορούσε να ομολογήσει ότι ξαφνιάζεται από το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 677/17 απόφασης του Αρείου Πάγου, του Ανωτάτου ακυρωτικού πολιτικού και ποινικού δικαστηρίου της χώρας που εξεδόθη πριν από λίγους μήνες. Δεν είναι μάλιστα η πρώτη φορά που οι δικαστές του προβαίνουν στην αποτύπωση μιας θέσης που το λιγότερο που θα μπορούσε να θεωρηθεί είναι, αν όχι φιλ-εργοδοτική, τότε σίγουρα αμφισβητήσιμης ευαισθησίας έναντι (και ασφαλώς εις βάρος) των εργαζομένων, οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν το ασθενέστερο συμβαλλόμενο μέρος στις εργασιακές συμβάσεις. Η απόφαση αυτή, σε αναιρετικό και τελικό βαθμό, καταλήγει ότι «μόνη η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, εκτός αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του».

Σε μια εποχή οικονομικής αβεβαιότητας και πολιτικής αστάθειας, οι πολίτες εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην Δικαιοσύνη προκειμένου πράγματι να απονεμηθεί δίκαιο και να μην απολέσουν την αξιοπρέπεια και τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Επί ματαίω όπως φαίνεται, καθώς η θεσμικότητα που διέπει τον ρόλο της δικαστικής εξουσίας δεν φαίνεται ικανή –ούτε και οι εκφραστές της πρόθυμοι !- να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα των εργαζομένων και να τους περιβάλλει με ένα δίχτυ προστασίας. Όπως προανέφερα, δεν είναι η πρώτη φορά που η συλλογιστική των δικαστών του Αρείου Πάγου καταλήγει σε τέτοιο διατακτικό: στην ίδια λογική με αυτή της υπ’ αριθμ. απόφασης 677/17 έχουν κινηθεί και πρότερες αποφάσεις του (βλ. Α.Π. 381/2002 και 795/2007), με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα αρνητικό νομολογιακό προηγούμενο όσον αφορά στο ζήτημα της βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας.

Αναλυτικότερα, ο Άρειος Πάγος κρίνει ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας (άρθρ. 349, 648, 652 παρ.1, 656 του Αστικού Κώδικα, 7 παρ.1 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ.3 του νόμου 3198/1955), προκύπτει ότι η μονομερής -από πλευράς του εργοδότη- και δυσμενής για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο την λύση της, αλλά παρέχει στον μισθωτό το δικαίωμα είτε α) να θεωρήσει την μεταβολή αυτή ως έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε β) εμμένοντας στην σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν την μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτήν, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας. Ο εργοδότης συχνά επιθυμεί, στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος, να αναπροσαρμόσει τους όρους της σύμβασης εργασίας που τον δεσμεύει έναντι του μισθωτού για διάφορους λόγους: η «μονομερής βλαπτική μεταβολή» συνιστά μια αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται ad hoc, αναλόγως δηλαδή των εκάστοτε συνθηκών και περιστάσεων. Τέτοια επέρχεται όταν επιχειρείται τροποποίηση των όρων της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη χωρίς την συγκατάθεση του εργαζομένου, με αποτέλεσμα να προκύπτει υλική ή και ηθική βλάβη εις βάρος του τελευταίου.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, μονομερής βλαπτική μεταβολή δεν υπάρχει επί καθυστέρησης καταβολής μισθού («δεδουλευμένες αποδοχές») που οφείλεται, όχι σε κακοβουλία, αλλά σε πραγματική οικονομική αδυναμία του εργοδότη να προβεί σε τέτοια. Αυτό σημαίνει ότι όταν ο εργοδότης έχει περιέλθει σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, σε δυσπραγία, και αδυνατεί πραγματικά να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του έναντι του αντισυμβαλλομένου του εργαζομένου, ο τελευταίος δεν μπορεί να αξιοποιήσει (να εκμεταλλευθεί κατ’ ουσίαν) το πραγματικό αυτό γεγονός προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του που προβλέπει ο νόμος στην περίπτωση της βλαπτικής μεταβολής. Το ίδιο ισχύει και σε κάθε άλλη περίπτωση που δεν μπορεί να αποδείξει ο ίδιος δολιότητα στην συμπεριφορά του εργοδότη, ιδίως πρόθεση να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης. Τι σημαίνει αυτό σε δικονομικό επίπεδο ; Ακριβώς το ότι ο Άρειος Πάγος εξαναγκάζει τον εργαζόμενο να επωμισθεί το δικονομικό βάρος να αποδείξει ότι υφίσταται δόλος εκ μέρους του εργοδότη. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη μιας αντικειμενικής κατάστασης, τουτ’ έστιν η μη καταβολή (ακριβέστερα, η καθυστέρηση καταβολής) δεδουλευμένων στον μισθωτό, αλλά πρέπει να συνυπάρχει και να συνδέεται αιτιωδώς με ένα υποκειμενικό στοιχείο, την απόδειξη κακόβουλης πρόθεσης από τον αντισυμβαλλόμενό του εργοδότη.

Πρακτικά, η απόφαση αυτή, με την σφραγίδα του Αρείου Πάγου, καταλήγει να νομιμοποιεί κατ’ αρχήν την πάγια και εκτεταμένη πλέον πρακτική της πολύμηνης καθυστέρησης καταβολής μισθού στους εργαζομένους, καθιστώντας τους έτσι δέσμιους στις «δαγκάνες» της εργοδοσίας. Ως αποτέλεσμα, οι τελευταίοι εγκλωβίζονται προ ενός αδιεξόδου και μάχονται, επιφορτισμένοι με το δικονομικό βάρος απόδειξης της κακής προαίρεσης ή άλλων αυθαιρεσιών του εργοδότη τους, να διεκδικήσουν με κάποιον τρόπο τα δεδουλευμένα τους. Πρόσφατο τραγικό παράδειγμα της ασυδοσίας που περιγράφεται εδώ απετέλεσε η αυτοκτονία μιας 42χρονης εργαζομένης στις επιχειρήσεις «Καρυπίδης», η οποία παρέμενε απλήρωτη επί 15 ολόκληρους μήνες.

Η νομολογιακή αυτή τάση -και δη από ένα δικαστήριο τέτοιου βεληνεκούς- βρίσκεται στον αντίποδα του κοινωνικού αιτήματος για δικαιοσύνη και υποστήριξη των δικαιωμάτων των αδυνάμων, ειδικά εν καιρώ κρίσης.

Ο κ. Μιχάλης Θεοδωρακόπουλος είναι Ασκούμενος Δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Kyros Law Offices, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Κατόπιν της πρακτικής του άσκησης στο Υπουργείο Εξωτερικών, πλέον ασχολείται με υποθέσεις Εργατικού Δικαίοου και Δικαίου Κεφαλαιαγοράς.