Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 εδαφ. α’ του Ν. 4174/2013, όπως ισχύει πλέον (τροποποιήθηκε με το Ν. 4337/2015), «Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάταξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: a) με φυλάκιση ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (200.000)».
Ο νομοθέτης με την τροποποίηση αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή της διπλής τιμωρίας του δράστη και για τη φοροδιαφυγή και για την έκδοση ή αποδοχή εικονικών τιμολογίων και θεωρεί ότι εφόσον η έκδοση/αποδοχή εικονικών τιμολογίων αποσκοπεί στη φοροδιαφυγή, τότε ο δράστης θα διωχθεί μόνο για αυτήν.
Ποιο θεωρείτε ως πλαστό ή εικονικό φορολογικό στοιχείο;
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 του ν.3220/2004 η οποία τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν 4337/2015, «θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται».
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για την πλήρωση της νομοτυπικής υπόστασης του εγκλήματος της φοροδιαφυγής απαιτείται αφενός αντικειμενικά η έκδοση ή αποδοχή από τον δράστη εικονικών φορολογικών στοιχείων και μάλιστα ανεξάρτητα αν τα τελευταία είναι και πλαστά και αφετέρου υποκειμενικά δόλος που συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή εικονικότητα των φορολογικών στοιχείων και στην αποδοχή αυτών και περαιτέρω στη θέληση ή στην αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία.
Η άμυνα του κατηγορούμενου
Το αδίκημα της έκδοσης/αποδοχής εικονικών τιμολογίων συνδέεται πλέον άρρηκτα με το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Η επιτυχής άμυνα του κατηγορούμενου απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό της υπόθεσης ώστε να προβληθούν στο κατάλληλο στάδιο της υπόθεσης οι κρίσιμοι ισχυρισμοί και να προσκομιστούν τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα. Λόγω της φύσης της υπόθεσης αφού εκτός από την ποινική δίωξη επιβάλλονται και φορολογικές κυρώσεις, απαιτείται παράλληλος συντονισμός των δύο διαδικασιών ώστε κατά αυτόν τον τρόπο να αυξηθούν και οι πιθανότητες επιτυχίας.
Τα τελευταία χρόνια τα Ελληνικά Δικαστήρια, ποινικά και διοικητικά, έχουν εκδώσει πλήθος αθωωτικών αποφάσεων και έχουν ακυρώσει πράξεις επιβολής προστίμων για τα ανωτέρω αδικήματα με αιτιολογίες όπως η καλή πίστη του αποδέκτη εικονικών τιμολογίων, τυπικά σφάλματα κατά τον έλεγχο, παραγραφές αδικημάτων, αναδρομικότητα επιεικέστερων διατάξεων νόμων καθώς και η εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 469 του ΠΚ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπ’ αριθμ. 32155/2015 Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε με την αιτιολογία ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι συναλλασσόταν με ανύπαρκτη εταιρεία, αφού στην επιχείρηση εμφανιζόταν άλλη υπαρκτή εταιρεία και συναλλασσόταν μαζί του.
Το Πενταμελές Εφετείου Βορείου Αιγαίου με την υπ’ αριθμ. 25/2016 Απόφασή του αθώωσε την κατηγορούμενη διότι αφενός προέκυψαν τυπικά σφάλματα κατά τον έλεγχο των αρμοδίων εφοριακών ενώ παράλληλα αποδείχθηκε και δικαιολογήθηκε από την κατηγορούμενη πως προέκυψε η αναντιστοιχία αγορών – πωλήσεων.
Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 1143/2018 Απόφασή του σε σχέση με την παραγραφή του αδικήματος έκρινε οτι: « το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ως χρόνο τελέσεώς της το έτος 2007, χωρίς κανέναν άλλον προσδιορισμό. Εφόσον όμως δέχθηκε αυτόν τον χρόνο ως χρόνο τελέσεως, οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, διότι από την εσχάτη ημερομηνία του έτους 2007, δηλαδή την 31.12.2007, μέχρι την ημερομηνία συζητήσεως της υποθέσεως στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στις 7.11.2017, είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας για την εξάλειψη του αξιοποίνου της, σε βαθμό πλημμελήματος, αποδιδομένης στον αναιρεσείοντα πράξεως. Μη πράττοντας το δικαστήριο σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω υπερέβη την εξουσία του»
Επίσης, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 555/2020 Απόφασή του σε σχέση με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 469 του ΠΚ έκρινε οτι: “Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δε υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις . Στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σύμφωνα με άρθρο 25 παρ. 1β Ν. 1882/1990 δεν επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των χρεών πρόστιμα ή τμήμα προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος του κατηγορουμένου λόγω αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων».