Υπό τον όρο συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καλύπτονται εννοιολογικά επιμέρους συμβατικοί τύποι που ρυθμίζουν τις συναλλακτικές σχέσεις μεταξύ του κατ’ επάγγελμα παρέχοντος τις υπηρεσίες αυτές και του αποδέκτη-επενδυτή. Οι συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έχουν διαπλαστεί εμπειρικά στη συναλλακτική πρακτική και δεν τυποποιούνται αυτοτελώς στον νόμο ως συμβατικά μορφώματα, φαίνεται δε να συνιστούν μεικτές συμβάσεις, όπου τα ουσιώδη γνωρίσματα τους, συμπίπτουν μεν με αυτά ενός ρυθμισμένου από τον Αστικό Κώδικα συμβατικού τύπου (σύμβασης έργου, εντολής ή εργασίας), περιέχονται, ωστόσο, στη σύμβαση και άλλα στοιχεία, συνήθως υπό μορφή παρεπόμενων υποχρεώσεων, τα οποία παραπέμπουν σε αλλότριο συμβατικό τύπο.
Η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, αποτελεί μία ειδικότερη κατηγορία (έννοια είδους) των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (έννοια γένους), με περιεχόμενο την ανάληψη υποχρέωσης από την ΕΠΕΥ, έναντι ανταλλάγματος, να παρέχει στον δυνητικό επενδυτή μία εξατομικευμένη σύσταση κατά τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια αναφορικά με τη διενέργεια εκ μέρους του τελευταίου συναλλαγών που αφορούν σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Επί της συστάσεως αυτής επαφίεται ο επενδυτής προκειμένου να λάβει, στη συνέχεια, μια εύλογη και ανταποκρινόμενη στα συμφέροντά του επενδυτική απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, η πληροφορία, ως συστατικό στοιχείο της σύστασης, αποτελεί την κύρια συμβατική παροχή του επενδυτικού συμβούλου. Συνεπώς, η εσφαλμένη πληροφορία συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της κύριας συμβατικής παροχής.
Η συχνή εμφάνιση της στην συναλλακτική πρακτική, ακριβώς λόγω της πολυπλοκότητας των κανόνων της κεφαλαιαγοράς, οδήγησε στην «τυποποίηση» της στις συναλλαγές. Το ενδιαφέρον του ευρωπαίου νομοθέτη προσέλκυσε η ανωτέρω πρακτική με αποτέλεσμα την ρύθμιση των υποχρεώσεων του παρέχοντος επενδυτικές συμβουλές με τις οδηγίες 2004/39/ΕΕ MiFID I και 2014/65/ΕΕ MiFID II. Οι οδηγίες ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο με τους νόμους 3606/2007 και 4514/2018 αντίστοιχα.
Η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών καταρτίζεται κατά κανόνα σιωπηρά -όπως παγίως γίνεται δεκτό από την νομολογία- όταν κάποιος επενδυτής πλησιάζει μία τράπεζα για να την συμβουλευθεί ή όταν η τράπεζα αναλαμβάνει η ίδια πρωτοβουλία να προβεί σε συμβουλευτική καθοδήγηση του πελάτη (βλ. ενδεικτικά υπ’ αριθμ. 1339/2022, 297/2022, 577/2022, 1524/2022, 1083/2022, 459/2021, 999/2020, 1109/2019, 1041/2018, 1350/2018 αποφάσεις του Αρείου Πάγου).
Ακολούθως, ενδοσυμβατική ευθύνη των επιχειρήσεων επενδύσεων δύναται να θεμελιωθεί υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο του οικείου κανόνα δεοντολογίας μπορεί, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε κρινόμενης περίπτωσης, να εξαχθεί κατ’ εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης (288 ΑΚ) υπό μορφή παρεπόμενης συμβατικής υποχρέωσης. Οι υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς του ν. 3606/2007 και του μεταγενέστερου ν. 4514/2018 ερειδόμενες στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πελάτη και διερχόμενες μέσω της αρχής της καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ, υπό την έννοια ότι αποτελούν εξειδίκευση αυτής, συνιστούν ουσιώδες μέρος του ενοχικού δεσμού μεταξύ των δύο με αποτέλεσμα η παραβίασή τους να οδηγεί στη θεμελίωση ενδοσυμβατικής ευθύνης (Έτσι Θεωρία: Καραγκουνίδης Απ., Προστασία του επενδυτή στο δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών, σελ. 395 επ.˙ Λιάππης Δ., Αποζημίωση των Επενδυτών & Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς, §9 αρ. 356 επ.˙ Τουντόπουλος Β., Δίκαιο Κεφαλαιαγοράς, §18 αρ. 81 επ.˙ Αυγητίδης Δ., Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς, σελ 151 & Νομολογία: Α.Π. 459/2021, Α.Π. 1350/2018, Εφ.Αθ. 662/2018, Εφ.Βορ.Αιγ. 84/2015, Π.Πρ.Αθ. 3184/2018, Μ.Πρ.Αθ. 14290/2018).
Η διάγνωση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών, ανοίγει τον δρόμο σε ζημιωθέντες επενδυτές που δεν έχουν προσφύγει δικαστικώς, να διεκδικήσουν αποζημίωση, καθώς η παραγραφή των αξιώσεων που απορρέουν εκ της συμβάσεως είναι 20ετής.