Αναλόγως με το τι θεωρείται πρόσφορο, στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης, ο δικαστής του 388 ΑΚ, κατόπιν ασκήσεως διαπλαστικής αγωγής από τον θιγόμενο, δύναται, πέρα από τη λύση της σύμβασης, να προβαίνει στη μείωση της παροχής του οφειλέτη, την αύξηση της αντιπαροχής του δανειστή, ή και στην ταυτόχρονη αυξομείωση παροχής- αντιπαροχής, στην απόφαση για καταβολή της παροχής σε δόσεις, στον προσδιορισμό νέας προθεσμίας για εκπλήρωση της παροχής κ.ο.κ.
Εξίσου διορθωτικό ρόλο επιτελεί και το άρθρο 288 ΑΚ, όπου ο δικαστής μπορεί να τροποποιήσει την εκπληρωτέα παροχή, έτσι ώστε η τελευταία να συμβαδίζει με τις επιταγές της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσής της. Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο άρθρων έγκειται στο γεγονός ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή του 388 ΑΚ συνιστά η επιγενόμενη –της σύναψης συμβάσεως- ανυπαίτια, απρόοπτη και απρόσμενη μεταβολή των συνθηκών, η οποία καθιστά υπέρμετρα επαχθή την εκπλήρωση, ενώ το 288 ΑΚ τυγχάνει εφαρμογής και επί μεταβολής των συνθηκών με υπαιτιότητα του οφειλέτη, αλλά και σε περιπτώσεις όπου δεν συντρέχει η προϋπόθεση της υπέρμετρης επάχθειας. Διχογνωμία υφίσταται ως προς το προβλεπτό της μεταβολής του 288 ΑΚ, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος τάσσεται υπέρ της συνδρομής της προϋπόθεσης του απρόβλεπτου γεγονότος, αναφορικά με την εφαρμογή του 288 ΑΚ, ενώ η θεωρία υποστηρίζει το αντίθετο.
Σε σχέση, μάλιστα, με το 288ΑΚ, το Εφετείο Αθηνών στην απόφαση 911/2018 δέχθηκε ότι « ειδικά στην περίπτωση των δανείων σε ελβετικό φράγκο, το άρθρο 288ΑΚ, δεν πρέπει δογματικά να αναχθεί σε μία εύκολη λύση διάσπασης της συμβατικής σταθερότητας και δεσμευτικότητας, αλλά η εφαρμογή του μπορεί να καταφάσκεται ως ultimum remendum, διόρθωσης της σύμβασης και αναπροσαρμογής των υποχρεώσεων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που πρέπει να κρίνονται in concreto, και δη όταν είναι όλως έντονη η απειλή οικονομικής καταστροφής για το δανειολήπτη, στις οποίες και πάλι το 288ΑΚ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός ανακούφισης, μέσω της επιλογής από το δικαστήριο μιας διόρθωσης της σύμβασης π.χ. διά της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής ή της αναστολής για ένα χρονικό διάστημα της υποχρέωσης καταβολής δόσεων και πάντως όχι με την απαιτούμενη από τις ενάγουσες- εκκαλούσες διόρθωση- αναπροσαρμογή».
Εμβαθύνοντας στην ερμηνεία του άρθρου 388 ΑΚ, αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν πρόκειται για αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, μετά τη σύναψη των οποίων επέρχεται ξαφνική και απρόοπτη μεταβολή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, εκτάκτου χαρακτήρα, η οποία επιφέρει υπέρμετρη επάχθεια ως προς την παροχή του οφειλέτη. Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η συνδρομή των άνω προϋποθέσεων διερευνάται in concreto. Εμμένοντας στον όρο της έκτακτης και απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών, η ελληνική νομολογία έχει προσπαθήσει να συγκεκριμενοποιήσει τα κριτήρια για το πότε καταφάσκεται ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Τα κριτήρια αυτά διαφαίνονται μέσα από μια πληθώρα υποθέσεων. Σημειωτέον ότι η μεταβολή των συνθηκών ισοδυναμεί εννοιολογικά με μεταβολή της αρχικής οικονομίας της ενοχικής σχέσης και ότι αν τα μέρη γνώριζαν εκ των προτέρων για την επικείμενη μεταβολή, δε θα προέβαιναν ουδέποτε στην σύναψη της σύμβασης, στοιχείο κρίσιμο για την εφαρμογή του 388 ΑΚ.
Της Δικηγόρου Δήμητρας Πανοπούλου