Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όλων εκείνων των στοιχείων δηλαδή που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, αποτελεί ταυτόχρονα δικαίωμα και υποχρέωση τόσο της Πολιτείας όσο και των πολιτών. Τα μνημεία, αρχαία και νεότερα, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι ιστορικοί τόποι, όλα μας δίνουν μια ενδεικτική περιγραφή της κοινωνίας και του πολιτισμού μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς συνδέονται άρρηκτα με την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης ενός έθνους. Προκειμένου να επιτευχθεί η προστασία τους συχνά είναι απαραίτητο να επιβληθούν περιορισμοί που αποσκοπούν στην ακέραιη διατήρησή τους στο διηνεκές. Πώς ρυθμίζει, λοιπόν, αυτό το ζήτημα ο Έλληνας νομοθέτης;
Βάση όλων των ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αλλά και των περιορισμών που δύνανται να επιβληθούν αποτελεί το άρθρο 24 του Συντάγματος. Στην παράγραφο 1 υπογραμμίζεται η διττή φύση της προστασίας ενώ στην παράγραφο 6 αναγνωρίζεται ευθέως πως ενόψει της ανάγκης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των περιορισμών περιουσιακής φύσης που κρίνονται αναγκαίοι το κράτος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει την όποια βλάβη μπορεί να υποστεί ένας ιδιοκτήτης με μία διαδικασία που μπορεί να διαφέρει από αυτή που αφορά τους γενικότερους περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η γενική αυτή προστασία και αποκατάσταση της βλάβης που μπορεί να επιφέρει συγκεκριμενοποιήθηκε με τη θεσμοθέτηση του νόμου 3028/2002 που εξασφάλισε συστηματοποίηση του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και τις δυνατότητες των πληττόμενων ιδιοκτητών. Ο συγκεκριμένος νόμος, μαζί με μία σειρά άλλων νομοθετημάτων που αφορούν την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος βρίσκονται κωδικοποιημένα στον Νόμο 4858/2021 “Κύρωση Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς” εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα, τόσο στα διοικητικά όργανα όσο και στους πολίτες, να έχουν άμεση και ασφαλή γνώση της συνολικής νομοθεσίας που αφορά σε ζητήματα προστασίας των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα που ανακύπτουν στα πλαίσια της ανάγκης της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ιδιοκτησία των πολιτών, οι οποίοι αποσκοπούν στην αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοιώσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος τα μνημεία χώρου. Αυτοί οι περιορισμοί επέρχονται ως αποτέλεσμα της κήρυξης, δηλαδή της διοικητικής πράξης που εκδίδεται από το ΥΠΠΟΑ, μιας περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου ή μνημείου, ανάλογα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, και την οριοθέτηση εντός αυτών ζωνών προστασίας, που εντατικοποιούν την προστασία η οποία αποκτά απόλυτο ή περιφερειακό χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, η κήρυξη μιας περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου δεν επιφέρει από μόνη της περιορισμούς στη χρήση και την αξιοποίηση του χώρου αυτό (ΣτΕ 590/2016), αλλά μόνον αυξάνει την τυπική διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί (ειδική άδεια, γνωμοδότηση συμβουλίου (του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) ή Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων κατά περίπτωση, υποχρεωτική παρακολούθηση των εργασιών από την αρχαιολογική υπηρεσία). Από την άλλη, η κήρυξη Ζωνών Προστασίας Α’ και Β’ επιβάλλουν πολύ πιο συγκεκριμένους και αυστηρούς περιορισμούς: ειδικά εντός της Ζώνης Α’ απολύτου προστασίας απαγορεύεται πλήρως η δόμηση καθώς και οι διάφορες άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες, πράγμα που εκ των πραγμάτων οδηγεί στη στέρηση της χρήσης του ακινήτου η οποία μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη, μερική ή στο σύνολο του ακινήτου. Τι γίνεται, λοιπόν, στην περίπτωση αυτή;
Η μέριμνα του νομοθέτη για την προστασία των πολιτών η ιδιοκτησία των οποίων παρουσιάζει αρχαιολογικό – ιστορικό ενδιαφέρον είναι ξεκάθαρη από την πρόβλεψη ήδη στο συνταγματικό κείμενο για τη δυνατότητα αποζημίωσης των πολιτών σε περίπτωση επιβολής αναγκαίων περιορισμών. Με τη θεσμοθέτηση του νόμου 3028/2002 ο πολίτης χάνει πια τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ερειδομένη ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος, του παρέχεται, όμως, πλέον ένα ολοκληρωμένο πλέγμα διατάξεων που του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να απαιτήσει την ικανοποίηση κάθε είδους αξιώσεών του που πηγάζουν από τους επιβληθέντες περιορισμούς της ιδιοκτησίας του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις για την κατά το παρελθόν στέρηση χρήσης της. Τα άρθρα 18 και 19 του νόμου 3028/2002 με τίτλο «Απαλλοτριώσεις» και «Αποζημίωση για τη στέρηση χρήσης ακινήτου», συγκεκριμένα, παρουσιάζουν τις δυνατότητες που παρέχονται και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη που υφίσταται ο πολίτης.
Από τη μία πλευρά, κατά το άρθρο 18 «Το Δημόσιο μπορεί να προβαίνει με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, είτε στην ολική ή τη μερική απαλλοτρίωση είτε στην απευθείας εξαγορά μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία, καθώς και παρακείμενων ακινήτων ή μνημείων, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο για την προστασία των μνημείων». Η κοινή αυτή απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει και την αιτιολογημένη απόρριψη των άλλων λύσεων προστασίας των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων ή ιστορικών τόπων, καθώς αποτελεί το δραστικότερο μέτρο που μπορεί να ληφθεί από την πλευρά της Διοίκησης. Η αποζημίωση που δίνεται σε αυτή την περίπτωση ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του ακινήτου και πρόκειται για οριστική στέρηση χρήσης του ακινήτου.
Από την άλλη πλευρά, στο άρθρο 19 ορίζονται τα σχετικά με την αποζημίωση, σε συνάρτηση με το είδος και την έκταση της στέρησης ή του περιορισμού της χρήσης του ακινήτου. Λεπτομερέστερα, στην περίπτωση επιβολής προσωρινής στέρησης ή περιορισμού της χρήσης του ακινήτου προβλέπεται η καταβολή αποζημίωσης για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με βάση τη μέση κατά προορισμό απόδοση του ακινήτου πριν τον περιορισμό ή τη στέρηση της χρήσης. Αν πάλι ο στέρηση ή ο περιορισμός είναι οριστικός, καταβάλλεται πλήρης αποζημίωση. Και στις δύο περιπτώσεις, λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα του ακινήτου ως μνημείου, εφόσον συντρέχει. Η διαδικασία που προβλέπεται περιλαμβάνει την υποβολή αίτησης από τον θιγόμενο προς το ΥΠΠΟΑ, το οποίο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει μετά από γνωμοδότηση επιτροπής που συγκροτείται κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου ώστε να διαπιστωθεί εάν συντρέχει περίπτωση καταβολής αποζημίωσης και ο υπολογισμός της (Σ.τ.Ε. 886/2021, 2045/2020, 487/2020).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση επιβολής περιορισμών στην ιδιοκτησία χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος η παράλειψη της Διοικήσεως να εκφέρει κρίση εάν συντρέχει μία των προβλεπόμενων από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3028/2002 δυνατοτήτων ήτοι αναγκαστική απαλλοτρίωση ή εξαγορά του ακινήτου του αιτούντος ή αποζημίωση αυτού για την απομείωση της αξίας του λόγω του περιορισμού των δυνατοτήτων αξιοποιήσεως και εκμεταλλεύσεώς του, είναι μη νόμιμη (Σ.τ.Ε. 2045/2020, 3319/2011), ο θιγόμενος πολίτης έχει τη δυνατότητα άσκησης αγωγή αποζημιώσεως κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), ισχυριζόμενος ότι η εκδιδομένη επί της αιτήσεώς του εκτελεστή διοικητική πράξη, που απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει την αίτηση αυτή, είναι παράνομη και ζημιογόνος για τον ίδιο (ΣτΕ 4627/2013 7μ., 2127-8/2014). Επεξηγηματικά, η παράνομη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να απαντήσει στο αίτημα του θιγόμενου που έχει ακολουθήσει την κατά τον νόμο διαδικασία και αποτελεί πηγή ζημίας για αυτόν καθώς περιορίζεται το δικαίωμά του επί της ιδιοκτησίας του και η αξιοποίησή της, ανοίγουν άλλον ένα δρόμο προς την αποτελεσματική προστασία του.
Συντάκτης: Αλίκη Τζαβαλιά