Το κυριότερο προνόμιο που απολαμβάνει το Δημόσιο στο σύστημα κανόνων του ΚΕΔΕ είναι η ταμειακή βεβαίωση του χρέους, η οποία συνιστά πράξη κυριαρχικής Διοίκησης, άλλως τίτλο εκτελέσεως, και καθίσταται αναγκαία προκειμένου να επιδιωχθεί η είσπραξη απαιτήσεως του Δημοσίου. Σε περίπτωση έκδοσης πράξης ταμειακής βεβαίωσης, ο φορολογούμενος μπορεί να αμυνθεί κατά αυτής με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθ. 567/2024 απόφασή του αναίρεσε εφετειακή απόφαση (4516/2019 Διοικ. Εφετ. Αθηνών), η οποία δεν έκανε δεκτή την ασκηθείσα έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης, που απέρριπτε ανακοπή κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης προστίμων ΚΒΣ. Όπως διεμήνυσε το ΣτΕ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι λόγοι ανακοπής δεν μπορούσαν να εξετασθούν παρεμπιπτόντως, παρά μόνο με την άσκηση προσφυγής, καθόσον αυτοί ανάγονταν στην νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής.
Το ΣτΕ, όμως, αναίρεσε την ως άνω προσβαλλόμενη, με το σκεπτικό ότι είναι εξεταστέος και νομίμως προβληθείς από τα δικαστήρια της ουσίας σε δίκη ανοιγείσα με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαίωσης, σε οποιοδήποτε στάδιο κι αν προβληθεί, ισχυρισμός διαδίκου που αφορά στην κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, περιλαμβανομένης και της παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου για επιβολή επίδικων προστίμων ΚΒΣ, εφόσον αποδεικνύεται αμέσως (α. 224 παρ. 5 ΚΔΔ).