Με την υπ’ αριθ. 866/2024 απόφαση του, το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε τη συνταγματικότητα σημαντικής φορολογικής ρύθμισης, η οποία αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, στο πλαίσιο επιβολής φόρου κληρονομίας επί κτήσεων αιτία θανάτου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μέθοδος αποτίμησης της αξίας των εν λόγω τίτλων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία θεσπίζονται με κανονιστική πράξη του Υπουργού Οικονομικών, δεν αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας της φορολογίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η κρίσιμη διάκριση έγκειται στο γεγονός ότι η εν λόγω κανονιστική εξουσιοδότηση δεν αφορά τον προσδιορισμό του ίδιου του αντικειμένου του φόρου –το οποίο καθορίζεται ρητώς από τη νομοθεσία– αλλά τον τρόπο αποτίμησης της αγοραίας αξίας των μεταβιβαζόμενων τίτλων. Πρόκειται για τεχνικής φύσεως ζήτημα, το οποίο, λόγω της εγγενούς πολυπλοκότητας και της μεταβλητότητας των χρηματοοικονομικών δεδομένων, ρυθμίζεται εύλογα μέσω διοικητικών πράξεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα του συστήματος στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες.
Παράλληλα, με την υπ’ αριθμ. 1220/2024 απόφασή του, το ΣτΕ έκρινε ότι η επιβολή του ειδικού φόρου επί ακινήτων, που κατέχονται από εξωχώριες (εκτός ΕΕ) εταιρείες δεν υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει το εκάστοτε φορολογικό σύστημα και να επιλέγει τον προσφορότερο τρόπο φορολόγησης, αναλόγως της κατηγορίας των φορολογουμένων και των φορολογητέων στοιχείων, καθόσον ούτε ο προσδιορισμός του κύκλου των βαρυνόμενων προσώπων εμφανίζει στοιχεία αυθαιρεσίας ούτε ο καθορισμός της φορολογικής βάσης –ήτοι του αντικειμένου και του ύψους του φόρου– παρεκκλίνει των συνταγματικών αρχών της φορολογικής ισότητας και αναλογικότητας.
Η πρόβλεψη της ύπαρξης σύμβασης διοικητικής συνδρομής μεταξύ της Ελλάδας και του κράτους έδρας εταιρείας τρίτης χώρας, ως πρόσθετη προϋπόθεση για την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο, συνιστά ουσιώδες και αντικειμενικά προσδιοριζόμενο κριτήριο, το οποίο αποβλέπει στην αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, όπως η φορολογική διαφάνεια και η διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, ενώ ταυτόχρονα εναρμονίζεται πλήρως με τις αρχές της αναλογικότητας και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.
Ευαγγελία Φιλιππάτου