Τα νέα μας

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ:

ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

Με διαδοχικές αποφάσεις του (2287/2015, 2288/2015, 2289/2015, 2290/2015, 2563/2015), το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (244/2017) αποφάσισαν να «φρενάρουν» τις αλόγιστες μνημονιακές περικοπές των αποδοχών των συνταξιούχων και εν ενεργεία υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέως. Χιλιάδες συμπολίτες μας διεκδικούν αυτή την στιγμή, με εκκρεμείς υποθέσεις τους ενώπιον της Δικαιοσύνης, καταβολή των επιδομάτων Εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας που στερήθηκαν για το διάστημα των τελευταίων ετών, αρχής γενομένης με τον νόμο 4024/2011 που τα περιέκοψε και τον νόμο 4093/2012 που τα κατήργησε από 01.01.2013, της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης των συνταξιούχων, και αναπροσαρμογή των μισθών και συντάξεών τους για το μέλλον. Σημειωτέον ότι η εφαρμογή του νέου ενιαίου μισθολογίου (ν. 4354/2015) που κατήργησε τον ν. 4024/2011 και ισχύει από 01.01.2016 δεν απαλλάσσει το Ελληνικό Κράτος από την υποχρέωση να εξακολουθήσει να συμπεριλαμβάνει στο ύψος των καταβλητέων αποδοχών τα αντίστοιχα ποσά μέχρι και την 31.12.2015.

Η αποστέρηση των ποσών αυτών συνιστά έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των διαδοχικών περικοπών και των μειώσεων που είδαν στις απολαβές τους οι συνάνθρωποί μας, και που, συνδυαστικά δε προς τις υπόλοιπες φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις οδηγεί σε υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», κατά δε την παρ.1 του άρθρου 22 «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού.». Η περιουσία των συμπολιτών μας (όπως είναι τα δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών και παροχών), όπως προστατεύεται από το εθνικό (με τις συνταγματικές διατάξεις στην κορωνίδα της νομικής προστασίας), το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο (άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος η χώρα μας), υφίσταται μια άνευ προηγουμένου και αδικαιολόγητη προσβολή.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΣτΕ, η αποστέρηση των ποσών αυτών είναι παράνομη και αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 2, 4, 22 παρ.1 και 25 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η άνευ άλλου «τυφλή» επιβολή μέτρων λιτότητας προκειμένου να περισταλούν οι δημόσιες δαπάνες και να επιτευχθεί η «δημοσιονομική προσαρμογή» προσβάλλει βάναυσα το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια και θίγει ανεπίτρεπτα τον λεγόμενο «πυρήνα» του δικαιώματος στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Πρέπει δε σε κάθε περίπτωση να ελέγχεται η συμβατότητα μιας τέτοιας απόφασης με τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.») και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.».). Η πραγματικότητα είναι σκληρή: οι υφιστάμενοι τις μειώσεις αυτές βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις στοιχειώδεις ανάγκες τους και να προγραμματίσουν με ασφάλεια το παρόν και το μέλλον τους, ζώντας συχνά κάτω από το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης και εμποδιζόμενοι να συμμετάσχουν στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες τους εργασιακού βίου.

Αναντίρρητα, το δημοσιονομικό έλλειμμα των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με το ολοένα αυξανόμενο δημόσιο χρέος και την παγκόσμια οικονομική κρίση, θα οδηγούσαν κάποτε σε μια περίοδο αναγκαίας λιτότητας και υποχρέωσης εφαρμογής κανόνων δημοσιονομικής προσαρμογής, προκειμένου να διασφαλισθεί, μεταξύ άλλων, η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Το ΣτΕ όμως έκρινε ότι αυτό θα έπρεπε να λάβει χώρα μόνο μετά από λήψη υπ’ όψιν των προηγηθεισών μειώσεων -πράγμα που δεν μνημονεύεται πουθενά στις αιτιολογικές εκθέσεις των σχετικών νόμων- και με οριοθέτηση του αόριστου όρου των «δημοσιονομικών αναγκών της χώρας», προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν και οι δυνατές λύσεις. Οι τελευταίες διατάξεις του ν. 4093/2012 ψηφίστηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και -θεωρητικά έστω- είχε σχεδιασθεί το βασικό πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπισή της. Μετά λοιπόν από τις αλλεπάλληλες περικοπές του πρώτου διαστήματος, ο νομοθέτης δεν μπορούσε πλέον να επικαλεσθεί κάποια «απρόβλεπτη ή επείγουσα ανάγκη» για την επιβολή περαιτέρω μειώσεων.

Τουναντίον, όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη ώστε να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη επιπλέον μέτρων συμβιβάζεται με τις συνταγματικές διατάξεις και δεν αντιβαίνει στις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας. Αναλυτικότερα, ώφειλε, αφού λάβει υπ’ όψιν του συνολικά τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες και τα ήδη ληφθέντα μέτρα (μείωση του αφορολογήτου ορίου, αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, επιβολή φόρου ιδιοκατοίκησης, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης…κλπ), αφού εκτιμήσει τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται η κρίση και τις συνέπειες αυτής (αύξηση του κόστους αγαθών και υπηρεσιών, παρατεταμένη ύφεση, αύξηση των επιπέδων της ανεργίας, εξαθλίωση του πληθυσμού) και αφού διαμορφώσει συνολική εικόνα για το πρόβλημα που μαστίζει την χώρα, να κρίνει έπειτα αιτιολογημένα και με τρόπο δικαστικώς ελέγξιμο αν τα μέτρα που πρόκειται να λάβει (μειώσεις μισθών και συντάξεων, περικοπές επιδομάτων…κλπ) είναι πρόσφορα, αναγκαία και επαρκή (όπως επιτάσσει η συνταγματικώς προβλεπόμενη αρχή της αναλογικότητας) για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Περαιτέρω, ο νομοθέτης είχε την υποχρέωση να εξετάσει τον βαθμό αποτελεσματικότητας των μέτρων που επρόκειτο να ληφθούν και να ερευνήσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών ηπιότερων επιλογών, συγκρίνοντας τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα καθεμιάς και σταθμίζοντας τον προς επίτευξη δημόσιο σκοπό με το «κόστος» στο επίπεδο διαβίωσης των πολιτών. Υπογραμμίζεται ότι κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα, η θέσπιση ενός τέτοιου μέτρου θα ήταν θεμιτή εάν επρόκειτο για μέτρο όλως εξαιρετικό και απολύτως αναγκαίο, δεν υπερέβαινε μία εύλογη χρονική περίοδο και συνοδευόταν από εγγυήσεις επαρκείς για την προστασία του επιπέδου ζωής εν γένει των εργαζομένων και συνταξιούχων.

Εν ολίγοις, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν εναντιώνεται κατ’ αρχήν σε περικοπές αποδοχών, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κρίνονται αντικειμενικώς αναγκαίες για την περιστολή των δημοσίων δαπανών και την απομείωση του δημοσίου χρέους. Κρίνει όμως ότι αυτό θα πρέπει να λάβει χώρα μόνο αφού διενεργηθεί πλήρης επιστημονική μελέτη και ληφθούν υπ’ όψιν οι συνταγματικές παράμετροι του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, του δικαιώματος στην εργασία και της αρχής της αναλογικότητας, εναντιούμενο σε διαδοχικές περικοπές που επαναλαμβάνονται σε ετήσια βάση με την επίκληση της «αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης». Με νεώτερη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, τόσο της Αθήνας όσο και της περιφέρειας (βλ. αποφάσεις Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Ναυπλίου και Καλαμάτας), υποχρεώνεται το Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει τις αντισυνταγματικώς περικεκομμένες αποδοχές στους δικαιούχους. Δέον να τονισθεί ότι η έκδοση αυτών των θετικών αποφάσεων δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την δικαίωση όλων όσων υπέστησαν τις περικοπές, αλλά μόνον όσον έχουν ασκήσει αγωγή και για το αντίστοιχο διάστημα (2 έτη από την γέννηση κάθε απαίτησης).