Τα νέα μας

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΤΟΧΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ – ΜΧ,ΜΑΚ & ΜΑΕΚ

Όπως είναι γνωστό, τα έτη 2008 ,2009 και 2011, η Τράπεζα Κύπρου εξέδωσε μία σειρά επενδυτικών προϊόντων, τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Στα εν λόγω προϊόντα πολλοί συντηρητικοί επενδυτές και καταθέτες αποφάσισαν να τοποθετήσουν μεγάλος μέρος του κεφαλαίου τους, που μέχρι τότε διατηρούσαν σε προθεσμιακές καταθέσεις, αφού πείσθηκαν και δελεάσθηκαν από την Τράπεζα, ότι επρόκειτο για απλά και ασφαλή  προϊόντα, με σταθερές αποδόσεις και εγγυημένο κεφάλαιο.

Όπως όμως αποδείχθηκε, όταν πλέον ήταν πολύ αργά και είχε χαθεί μεγάλο μέρος των επενδυθέντων κεφαλαίων, τα προϊόντα αυτά ήταν εξαιρετικά σύνθετα και δυσνόητα με πληθώρα τεχνικών όρων που δεν προορίζονταν για απλούς καταθέτες και συντηρητικούς, ιδιώτες επενδυτές, αλλά μόνο για «επαγγελματίες» της αγοράς.  Η Τράπεζα Κύπρου που εξέδωσε τα προιόντα αυτά για να ενισχύσει την κεφαλαιακή της βάση, τα προωθούσε μαζικά και ανεξαρτήτως επενδυτικού προφίλ των πελατών της και δεν παρείχε πλήρη και σαφή ενημέρωση στους υποψήφιους επενδυτές σχετικά με τη σύνθετη φύση των προϊόντων αυτών, αλλά παρέλειψε να διαπιστώσει την ακαταλληλότητα και ασυμβατότητα των προϊόντων με τους απλούς–ιδιώτες επενδυτές και καταθέτες παραβιάζοντας πολλαπλώς τις συμβατικές και εκ του νόμου υποχρεώσεις της, ως πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών, περί ενημέρωσης, διαφώτισης και προστασίας των επενδυτών.

Η παραβίαση των ανωτέρω υποχρεώσεών της και συνακόλουθα η αποζημίωση των επενδυτών για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν από την αγορά των προϊόντων αυτών, αναγνωρίζεται παγίως από τα Δικαστήρια με πλήθος δικαστικών αποφάσεων (ΕφΑθ 5431/2019, ΕφΑθ 2365/2018, ΕφΑνΚρητ 70/2017, ΠΠρΑθ 2973/2019). Έτσι, πολλοί επενδυτές, μεταξύ των οποίων και δικοί μας εντολείς, που ήταν κάτοχοι των εν λόγω προϊόντων (ΜΧ, ΜΑΚ, ΜΑΕΚ) έχουν δικαιωθεί στα πλαίσια αγωγών που έχουν καταθέσει κατά της Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητά της ως πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι τα ανωτέρω εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου (ΑΠ 813/2019). Στην υπόθεση αυτή ο Άρειος Πάγος έκρινε το ζήτημα της ευθύνης της τράπεζας υπό το πρίσμα της ιδιότητας της Τράπεζας Κύπρου ως εκδότριας των προϊόντων, ιδιότητα που διαφοροποιεί την ευθύνη της απέναντι στους επενδυτές. Όμως, όπως προναφέρθηκε, ο ρόλος της ήταν διττός∙ εκτός από εκδότρια ήταν και πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών, συνεπώς με αυτή τη νομική βάση, που αποτελεί και την νομική βάση των αγωγών μας, η Τράπεζα Κύπρου δεν μπορεί να απεκδυθεί των ευθυνών της και να αρνηθεί τις υποχρεώσεις που είχε ως πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με το νόμο, η παραβίαση των οποίων οδήγησε τελικά στη  ζημία των επενδυτών.

Αναμφίβολα λοιπόν, με τη νομολογία υπέρ των επενδυτών, η προσφυγή στη  Δικαιοσύνη και η εξάντληση των βαθμών δικαιοδοσίας αποτελεί μονόδρομο και επιβάλλεται, προκειμένου όλοι οι επενδυτές που ζημιώθηκαν από την αντισυμβατική, παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά της Τράπεζας Κύπρου να επανακτήσουν την χαμένη περιουσία τους και να δικαιωθούν.

 

Tης δικηγόρου Βασιλικής Καραπέτσα

Related Posts