Τα νέα μας

ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 388 ΚΑΙ 288 ΤΟΥ ΑΚ ΚΑΙ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ

Η παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση για επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης (281, 288, 388ΑΚ)

   Η ευρωπαϊκή και η διεθνής έννομη τάξη, τις τελευταίες δεκαετίες, διαποτίζεται και χαρακτηρίζεται από την τάση να προτάσσει το συνεργατικό καθήκον και τις καλόπιστες διαπραγματεύσεις ως υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων, στο πλαίσιο ανώμαλης εξέλιξης κατά την εκτέλεση μιας αμφοτεροβαρούς σύμβασης, έναντι της εφαρμογής ενός υπερβολικά ανελαστικού πλέγματος διατάξεων, το οποίο υπηρετεί τυπολατρικώς την περίφημη και απαραβίαστη αρχή ότι τα συμφωνηθέντα επιβάλλεται να τηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του συμβατικού δεσμού (“pacta sunt servanda”).

   Η ελληνική έννομη τάξη έχει υιοθετήσει την εν λόγω πρακτική μέσω του άρθρου 288 ΑΚ –σε συνδυασμό με το 281 ΑΚ- , σύμφωνα με το οποίο «Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» και μέσω του άρθρου 388 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και ν` αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ’ αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό». Κατ’ ουσίαν, τα άρθρα αυτά επιτάσσουν την εξεύρεση ad hoc λύσεων μέσω της σύμφωνης αναπροσαρμογής των συμβατικών όρων από τα συμβαλλόμενα μέρη, όταν υφίσταται απρόβλεπτη μεταβολή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, προτού τα τελευταία καταφύγουν στη δικαστική οδό. Η δικαστική οδός αποτελεί την ύστατη λύση (ultima ratio), βάσει της –έλλογης- βουλήσεως του νομοθέτη. 

   Αναφορικά με τη φύση της επίμαχης υποχρέωσης για αναδιαπραγμάτευση, πρόκειται για παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση, καθότι, όταν εμφανίζεται κάποιο κώλυμα ως προς την εκπλήρωση της σύμβασης, τότε και μόνο τότε αναδύεται η υποχρέωση αυτή, αποσκοπώντας τόσο στην αποκατάσταση της ιδιωτικής αυτονομίας και της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, όσο και στη συμφωνία μιας αμοιβαίως αποδεκτής και συμφέρουσας λύσης. Ωστόσο, ορθότερο θα ήταν να μιλήσουμε απλώς για υποχρέωση προσπάθειας ανεύρεσης λύσης μέσω διαπραγματεύσεων και όχι για υποχρέωση κατάληξης σε σύμφωνη λύση.

 

Δήμητρα Πανοπούλου, Ασκούμενη Δικηγόρος