Αναστάτωση έχει προκαλέσει τις τελευταίες ημέρες το γεγονός οτι στις πιστώσεις των επικουρικών συντάξεων που καταβάλει ο e-ΕΦΚΑ στους συνταξιούχους της ΕΤΕ δυνάμει του άρθρου 63 του ν.4680/2020, φέρεται σαν αιτιολογία της πίστωσης ο «ΛΕΠΕΤΕ».
Επ’αυτών, θέλουμε να υπενθυμίσουμε και να διευκρινίσουμε προς αποφυγή δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων τα εξής:
Η ανωτέρω αιτιολογία είναι αν μη τι άλλο ατυχής και άστοχη, αφού είναι γνωστό σε όλους (τράπεζα και e-ΕΦΚΑ) ότι η επικουρική σύνταξη που λαμβάνουν από τον e-ΕΦΚΑ οι συνταξιούχοι της ΕΤΕ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με την συμβατική σχέση που είχαν οι συνταξιούχοι με την πρώην εργοδότριά τους και την επικουρική παροχή που ελάμβαναν δυνάμει αυτής.
Σε αυτή την σχέση ΔΕΝ ΕΠΕΝΕΒΗ ΠΟΤΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, διότι αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό και αντίθετο στο ευρωπαικό δίκαιο.
Μάλιστα αυτά τα υποστήριξε κατηγορηματικά και ο ίδιος ο e-ΕΦΚΑ στο ΣτΕ όπου άσκησε παρέμβαση για να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν οι συνταξιούχοι κατά του αρ.63 του ν. 4680/2020 (νόμος Βρούτση) με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο προηγούμενος νόμος (νόμος «Πετρόπουλου»). Συγκεκριμένα ο δημόσιος φορέας διευκρινίζει και ΤΟΝΙΖΕΙ με την Παρέμβασή του ενώπιον του ΣτΕ ότι δημιουργήθηκε με τις διατάξεις του άνω νόμου «… ΝΕΟΣ θεσμός επικούρησης για τους ασφαλισμένους του ΛΕΠΕΤΕ…» και ότι «Αυτός ο ΝΕΟΣ θεσμός επικούρησης ουδεμία σχέση έχει με τη συμβατική σχέση που είχαν μεταξύ τους οι αιτούντες με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τις μεταξύ τους συμφωνίες», αλλά και ότι «… ο e-ΕΦΚΑ «..ουδέποτε έλαβε εισφορές», προφανώς από την τράπεζα, για τις παροχές που μας αναλογούν. (απόσπασμα από το δικόγραφο του e-ΕΦΚΑ που προσκομίζουμε και στα δικαστήρια)
Θυμίζουμε ότι η παρέμβαση αυτή του e–EΦΚΑ έγινε υπέρ του κύρους-ισχύος της άνω διάταξης του αρ.63 του ν. 4680/2020 (νόμος Βρούτση) και προκειμένου να απορριφθούν αιτήσεις ακυρώσεως κατά του νόμου που ασκήθηκαν από συνταξιούχους και δικαιούχους της επικουρικής παροχής της ΕΤΕ, όπως εμείς.
Μερίδα των συνταξιούχων με τις αιτήσεις ακυρώσεως προέβαλαν ότι με την ανωτέρω διάταξη ο νομοθέτης επενέβη αντισυνταγματικά στην συνεστημένη συμβατική σχέση τους με την τράπεζα καθώς η επικουρική σύνταξη που θα λαμβάνουν στο εξής από τον κρατικό φορέα υπολείπεται κατά πολύ από την επικουρική παροχή που ελάμβαναν από την τράπεζα μέσω του ΛΕΠΕΤΕ, ότι η επικουρική παροχή που ελάμβαναν από την τράπεζα μετατρέπεται σε επικουρική σύνταξη και ότι καταργείται ο λογαριασμός επικούρησης.
Οι άνω αιτήσεις ακυρώσεως συζητήθηκαν στην Ολομέλεια του ΣτΕ στις 5/2/2021 και το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις κρίνοντας (Ολ ΣτΕ 431/2022, 432/2022) με τις κάτωθι σκέψεις του ότι (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας) :
(21) Επειδή, στο άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος ορίζεται ότι : “To Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με τη διάταξη αυτή ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις περιστάσεις στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις…. Η μόνη δέσμευση που επέβαλε ο συντακτικός νομοθέτης σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα εκεί όπου ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια ή επικουρική) και θεσπίζει την υποχρεωτική καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, είναι η παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως είτε μόνο από το Κράτος είτε από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολομ. 1889-1891/2019, 2287/2015, 3096-3101-2011, 2690, 2692/1993, 5024/1987 κ.α.). Εξάλλου, ο νομοθέτης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος, δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως, των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον ούτε διαλύονται τα ταμεία, στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον ούτε διαλύονται τα ταμεία αυτά ούτε αφαιρείται η περιουσία τους (ΣτΕ 2197-2201/2010 Ολομ. 3689/2015 7μ)
(22) … Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’αυτό τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου …. . Τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης έχει αναλάβει υποχρέωση σύνταξης υπό προυποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν εότι αποτελούν μέρος της σύμβασης εργασίας (ΕΔΔΑ, απόφαση της 2.2.2020,Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας, αριθ.προσφυ.42430/05).
(24) Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη (βλ.σκέψη 12) αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 63 του ν.4680/2020, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη ότι από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ έπαψε να καταβάλλει τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό λειτουργίας του παροχές επικούρησης, ενέταξε οριστικά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω επιταγές του άρθρου 22 παρ.5 του Συντάγματος, και προσδιόρισε τους ειδικότερους όρους της ιδρυθείσας κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω και του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Συνεπώς, με τις επίμαχες διατάξεις δεν καταργείται ο ΛΕΠΕΤΕ ούτε επιχειρείται μετατροπή ενοχικών αξιώσεων εργαζομένων κατά εργοδότη σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης ή επέμβαση σε τυχόν υφιστάμενο περιουσιακό δικαίωμα των αιτούντων για λήψη της προβλεπόμενης από τον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ ιδιωτικού δικαίου παροχής, αλλά η το πρώτον σύσταση δημοσίου δικαίου σχέσης κοινωνικής ασφάλισης, κατά τρόπο οριστικό, υπό τους όρους που καθορίζουν οι ίδιες οι επίμαχες διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της παύσης πληρωμών από τον ως άνω ειδικό λογαριασμό και της υποχρεώσεως του Κράτους να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση χορήγηση και στη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων και συνταξιούχων επικουρικής σύνταξης, όπως συμβαίνει και για τους υπόλοιπους ασφαλισμένους και συνταξιούχους.Ως εκ τούτου, o παρατιθέμενος στην
προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων των αιτούντων ως εκ της καταργήσεως του ΛΕΠΕΤΕ, της αναγκαστικής υπαγωγής τους στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και της καταβολής επικουρικής σύνταξης μικρότερου ύψους σε σχέση με την προβλεπόμενη στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ παροχή, είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων τουάρθρου 63 του ν. 4680/2020, καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ και ότι οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ έναντι της ΕΤΕ περί των οποίων
(αξιώσεων) αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια – αντικαταστάθηκαν με δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης, καθ’ υποκατάσταση της οφειλέτριας (κατά τους
ισχυρισμούς των αιτούντων) τράπεζας από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Εξάλλου, πέραν του ότι, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν προστατεύεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης ανάλογου ύψους με το οριζόμενο στον Κανονισμό Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ (αλλά και κάθε άλλου παρόμοιου ειδικού λογαριασμού) ύψος των παροχών επικούρησης και, κατά συνέπεια, υποχρέωση ικανοποίησης των αξιώσεων των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ, που τυχόν απορρέουν από τις συμβατικές σχέσεις τους με την ΕΤΕ, από τον επιφορτισμένο με την επικουρική ασφάλιση των εργαζομένων δημόσιο φορέα (πρβλ. ΕΔΔΑ, Aizpurua Ortiz κατά Ισπανίας)
(25) Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν επίσης ότι η, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ και η αναγκαστική υπαγωγή των συνταξιούχων του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, με συνέπεια τη μετατροπή των ενοχικών αξιώσεων τους για λήψη επικουρικών παροχών του ΛΕΠΕΤΕ σε δικαίωμα λήψης ουσιωδώς μειωμένης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αποτελεί αντίθετη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επέμβαση του νομοθέτη σε συνεστημένη συμβατική σχέση μεταξύ της ΕΤΕ και των εργαζομένων της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη, η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στην επικουρική ασφάλιση του δημοσίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης υπαγορεύθηκε από τους παραναφερθέντες λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, συνισταμένους στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης επικουρικής ασφαλιστικής κάλυψής τους μετά τη διακοπή καταβολής της παροχής του ΛΕΠΕΤΕ από τον Δεκέμβριο του έτους 2017, η δε εφεξής λειτουργία και η τύχη της τυχόν περιουσίας του ΛΕΠΕΤΕ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη, ο οποίος δεν τον διέλυση ούτε αφαίρεσε περιουσιακά του στοιχεία, ενώ τυχόν ενοχικές αξιώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ κατά της ΕΤΕ δεν μετετράπησαν σε δημοσίου δικαίου δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης από τον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα αν ο ως άνω Λογαριασμός έχει καταστεί στην πράξη ανενεργός λόγω της οικονομικής του κατάστασης ενόψει του τρόπου χρηματοδότησής του.
(31).. δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη υποχρέωση του Κράτους για καταβολή επικουρικής σύνταξης αναλόγου ύψους με την προβλεπόμενη σε κανονισμό λειτουργίας λογαριασμού ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι ο ΛΕΠΕΤΕ… διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με το αρ. 63 του ν. 4680/2020 δεν καταργήθηκε ο ΛΕΠΕΤΕ, ούτε μετετράπησαν τυχόν ενοχικές αξιώσεις των υπαγομένων σε αυτόν κατά της ΕΤΕ σε επικουρική σύνταξη.
(33) Επειδή, τέλος, οι αιτούντες προβάλλουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 4680/2020 παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 101,102 και 106 παρ. 1 και 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι η μετακύλιση των υποχρεώσεων της ΕΤΕ έναντι των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ίδιου του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης και, συνακόλουθα, η μετατροπή μιας συμβατικής σχέσης μεταξύ ιδιωτών (ΕΤΕ-δικαιούχων ΛΕΠΕΤΕ) σε σχέση δημοσίου δικαίου, προς οικονομικό όφελος της ΕΤΕ, συνεπάγονται στρέβλωση του ανταγωνισμού υπέρ της ΕΤΕ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, στηρίζεται στην εσφαλμένη (σύμφωνα με τα ήδη ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα) εκδοχή ότι, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 63 του Ν. 4680/2020, οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ έναντι της ΕΤΕ αντικαταστάθηκαν με δικαίωμα λήψης επικουρικής σύνταξης, καθ’ υποκατάσταση της οφειλέτριας (κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων) τράπεζας από τον κρατικό φορέα επικουρικής ασφάλισης)
Από τις ανωτέρω απόψεις του δημόσιου φορέα ασφάλισης προκύπτει ότι και το Κράτος -διαχρονικά- ΔΕΝ θεωρεί τον ΛΕΠΕΤΕ φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά προιόν ιδιωτικής συμφωνίας. Θεωρεί ότι με τις διατάξεις του αρ.63 του ν.4680/2020 δημιουργείται για πρώτη φορά κοινωνικο-ασφαλιστική σχέση δημόσιου υποχρεωτικού χαρακτήρα, η οποία είναι εντελώς ανεξάρτητη και δεν έχει καμία σχέση με τις αξιώσεις των συνταξιούχων από την συμβατική σχέση τους με την ΕΤΕ και το δικαίωμα λήψης επικούρησης από αυτήν.
Το ΣτΕ επιβεβαιώνει τα ανωτέρω με τις κρίσεις του στις αποφάσεις 431 και 432/2022 σε ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ).
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, που τίθενται υπόψη και των δικαστηρίων και καταρρίπτουν περίτρανα τους ισχυρισμούς της ΕΤΕ, θεωρούμε ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος ανησυχίας για την πορεία δικών που είναι σε εξέλιξη και ότι ο δημόσιος φορέας θα διορθώσει την «αστοχία» του, που βρίσκεται στον αντίποδα τόσο των δικών του δηλώσεων όσο και των κρίσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ.