Σε μία εποχή που οι συναλλαγές πλέον, στην συντριπτική τους πλειονότητα, διεκπεραιώνονται ηλεκτρονικά, ιδίως στον τομέα των τραπεζικών συναλλαγών, και ενώ η τεχνολογία πλέον παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα την δυνατότητα λήψης μέτρων εκτενέστερης προστασίας, παρόλα αυτά καθημερινά διαπιστώνονται πολλά περιστατικά ηλεκτρονικών απατών.
Οι ηλεκτρονικές απάτες λαμβάνουν χώρα με ποικίλες μορφές, καθώς οι δράστες με την χρήση της τεχνολογίας γίνονται πιο «εφευρετικοί» και εκμεταλλεύονται τα κενά ασφαλείας των Τραπεζών προκειμένου να αποσπάσουν, από χαμηλού ύψους ποσά όσο και πολύ υψηλά, από ανυποψίαστους καταθέτες. Ενδεικτικά κάποιοι τρόποι με τους οποίους επιτήδειοι δράστες εξαπατούν τους πελάτες των τραπεζών είναι το «phishing», όπως ονομάζεται η μέσω αποστολής sms και emails δήθεν προερχόμενων από την τράπεζα, υφαρπαγή των κωδικών των πελατών και χρήση τους στο e–banking. Άλλοι τρόπος είναι το «hacking» , το «pharming» και το «keylogging» αλλά και άλλοι, συνεχώς «εξελισσόμενοι» τρόποι υποκλοπής προσωπικών στοιχείων του πελάτη.
Όποιος και αν είναι ο τρόπος, το αποτέλεσμα είναι κάθε φορά το ίδιο: Ο πελάτης της τράπεζας βλέπει τον λογαριασμό του να μηδενίζει εντός λίγων λεπτών, με την τράπεζα να ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να επανορθώσει την ζημία του, επικαλούμενη διάφορες αιτιολογίες.
Το γεγονός ότι παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα περιστατικά απάτης ολοένα και αυξάνουν, αντί να περιορίζονται, συντείνουν στο συμπέρασμα ότι οι Τράπεζες δεν έχουν ακόμη καταφέρει να προσαρμοστούν στις απατηλές μεθόδους των απατεώνων και να εξελίξουν τεχνολογικά τα συστήματά τους, ώστε να παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους πελάτες τους.
Οι Τράπεζες, λόγω του χρηματοδοτικού ρόλου τους, έχουν αυξημένες υποχρεώσεις διαφώτισης, πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των συμφερόντων των πελατών τους βάσει των ΑΚ 200 και 288 και η παραβίαση αυτών των υποχρεώσεων, στο πλαίσιο υποθέσεων ηλεκτρονικής τραπεζικής απάτης, εκτός από αθέτηση της σύμβασης, αποτελεί υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά με βάση την ΑΚ 914, με αποτέλεσμα να χωρεί χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Επομένως, οφείλουν να προστατεύουν τους πελάτες τους από περιστατικά απάτης, παρέχοντας ένα ασφαλές σύστημα ηλεκτρονικών πληρωμών.
Κατά το άρθρο 74 παρ. 2 και το άρθρο 4 παρ. 30 του ν. 4537/2018 «Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες, μόνο αν έχει ενεργήσει με δόλο. Αν ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών του δικαιούχου αδυνατεί να δεχτεί ισχυρή ταυτοποίηση του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημία που έχει υποστεί»
Για αυτό οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, όπως ενδεικτικά να ελέγχουν την αυθεντικότητα των συναλλαγών, προβαίνοντας σε ισχυρή πιστοποίηση των πελατών τους, να ελέγχουν την συμβατότητα των συναλλαγών σε σχέση με το συναλλακτικό τους προφίλ και το είδος της εκάστοτε συναλλαγής. Έπειτα, οφείλουν να δρουν με δέουσα επιμέλεια και προς αποκατάσταση της ζημίας των πελατών τους, ενεργώντας άμεσα και ανακαλώντας τις μη εξουσιοδοτημένες συναλλαγές, επικοινωνώντας με έτερα πιστωτικά ιδρύματα προς επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καθοδηγώντας κατάλληλα και αποτελεσματικά τους πελάτες-θύματα απάτης, καθώς και άλλες ενέργειες προς τον σκοπό της βέλτιστης διαφύλαξης των συμφερόντων των πελατών τους.
Σε διαφορετική περίπτωση, ευθύνονται για κάθε πταίσμα προς αποκατάσταση της ζημίας των πελατών τους, τόσο λόγω της ενδοσυμβατικής της ευθύνης αλλά και εξ αδικοπραξίας σε πολλές περιπτώσεις. Παράλληλα, δύναται να οφείλουν και αποζημίωση από την ηθική βλάβη που προκάλεσαν στους πελάτες τους.
Εάν έχετε έλθει αντιμέτωποι με παρόμοιο περιστατικό, μπορείτε να απευθυνθείτε στο γραφείο μας, το οποίο εξειδικεύεται στο τραπεζικό δίκαιο και το δίκαιο προστασίας καταναλωτή, προκειμένου να εξετάσουμε ατομικά την υπόθεσή σας και να σας συμβουλεύσουμε για τα δικαιώματά σας.