Σύμφωνα με την υπ’αρ 82/2025 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακόπηκε η Διαταγή Πληρωμής στραφείσας κατά των εντολέων μας, οι οποίοι είναι συνοφειλέτες σε δάνειο. Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί κατά τα άρθρα 623-634 ΚΠολΔ εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο και εφόσον η απαίτηση δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Εάν η απαίτηση και το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως με το ίδιο έγγραφο, ο δικαστής οφείλει, κατ’άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632-633 ΚΠολΔ.
Στην περίπτωση των εντολέων μας, η απαίτηση κρίθηκε ότι δεν ήταν εκκαθαρισμένη, ούτε αποδεικνύεται εγγράφως, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό λόγω της εισφοράς του Ν. 128/75, ο οποίος είναι παράνομος. Η εισφορά του Ν.128/75 έχει κριθεί ότι επιτρέπεται να μετακυλισθεί με ειδική συμφωνία βάσει της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, στους δανειολήπτες, ωστόσο απαγορεύεται ο ανατοκισμός της εισφοράς αυτής, καθώς αυτός είναι νόμιμος μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί φόρων, προμηθειών ή άλλων εισφορών. Κάθε σύμβαση που είναι αντίθετη με τα παραπάνω, αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2601/1998, ν. 2789/2000, ν. 3259/2004, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων των άρθρων 174,178 και 179 ΑΚ. Στις ως άνω εισφορές συγκαταλέγεται και αυτή του Ν. 128/1975 και δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς αυτής κατά τις περιόδους και τη συχνότητα που ανατοκίζονται τα τραπεζικά δάνεια.
Βάσει των ανωτέρω έγινε δεκτός ο λόγος αυτός της ανακοπής μας, περί του μη εκκαθαρισμένου της απαίτησης, ενώ το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του ορισμένου του λόγου αυτού να προσδιορίσουν οι ανακόπτοντες το ποσό, κατά το οποίο τυγχάνει ανεκκαθάριστη η απαίτηση, καθώς αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθενται στο ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ού η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγή πληρωμής να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής.
Τέτοιες αποφάσεις δίνουν μία ελπίδα και μία ανάσα στους δανειολήπτες στους οποίους έχουν επιβληθεί υπέρογκοι και πολλές φορές παράνομοι τόκοι από τις Τράπεζες, Fund κ.ο.κ. προκειμένου να έχουν στην συνέχεια μία ευκαιρία να διευθετήσουν με πιο δίκαιο τρόπο τις οφειλές τους, διεκδικώντας μία βιώσιμη ρύθμιση, στην οποία θα μπορούν πράγματι να ανταποκριθούν.
Έλενα Κυριακοπούλου
Δικηγόρος
ΠΜΣ Εμπορικού Δικαίου