Άρθρα

Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων για την αναπροσαρμογή των συμβατικών υπό το φως του 388ΑΚ

Τα ελληνικά δικαστήρια προσδιορίζουν τα κρίσιμα για το σχηματισμό του δικαιοπρακτικού θεμελίου περιστατικά, λαμβάνοντας υπόψη το σκοπό της κάθε σύμβασης, την υποκειμενική σπουδαιότητα των περιστατικών, καθώς επίσης τους αντικειμενικούς όρους της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, υπό τους οποίους συνάπτεται η σύμβαση. Ο Άρειος Πάγος, μέσα από μια σειρά αποφάσεων, έχει αξιολογήσει ως περιστατικά που αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο για τα συμβαλλόμενα μέρη, τη νομισματική σταθερότητα – όπως τη στάθμη του τιμαρίθμου -, τη νομοθετική σταθερότητα, την εθνική και εδαφική ασφάλεια, την ειρήνη, τις συνήθεις καιρικές συνθήκες της κάθε εποχής και του τόπου εκπλήρωσης κλπ. Πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση- σταθμό ΑΠ 1733/1986, το ανώτατο δικαστήριο, αναφερόμενο στον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, στην υπέρμετρη αύξηση της τιμής του πετρελαίου και στην επερχόμενη παγκόσμια κρίση, επεσήμανε πως τα ανωτέρω συνέτειναν στην αύξηση του κόστους ζωής, με αποτέλεσμα η παροχή της πωλήτριας ενάγουσας να καταστεί υπέρμετρα επαχθής. Οπότε, επέβαλε αναπροσαρμογή της παροχής κατά 30%. Επιπροσθέτως, στην απόφαση ΑΠ 382/1997, ο Άρειος Πάγος θεωρεί ως απρόοπτη μεταβολή την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, όταν αυτή υπερβαίνει σημαντικά «τις συνήθεις νομισματικές διακυμάνσεις και ανατρέπει τους οικονομικούς υπολογισμούς των συμβαλλομένων κατά τρόπο ώστε να αντίκειται η εκτέλεση της σύμβασης στο δίκαιο, την ηθική και τη διέπουσα τις συναλλαγές καλή πίστη. Αναλόγως, σχετικά με τη νομοθετική σταθερότητα, η απόφαση ΑΠ 716/1992 θεωρεί ως ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, την αύξηση τέλους χαρτοσήμου από 2,4 σε 3,6, εξαιτίας της οποίας ο ένας εκ των συμβαλλομένων υφίστατο σημαντική ζημία, έστω και υπό μορφή απώλειας μέρους του προσδοκώμενου κέρδους».

Ως προς το έκτακτο και το απρόβλεπτο των παραγόντων που οδηγούν σε ανατροπή του θεμελίου, δεχόμαστε ότι οι παράγοντες μπορεί να είναι γενικοί, τοπικοί ή ατομικοί –όπως η βαριά ασθένεια ενός εκ των μερών-. Εκτός αυτού, δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για περιστατικό ανωτέρας βίας προκειμένου να εφαρμοστεί το 388 ΑΚ. Έκτακτα είναι τα περιστατικά που προκαλούνται από ασυνήθιστα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά γεγονότα. Από την άλλη, το προβλεπτό κρίνεται συνήθως με βάση τη μόρφωση, τις διανοητικές ικανότητες, τη συναλλακτική πείρα των μερών, τις ειδικές γνώσεις του καθενός ή και τις ειδικές σχέσεις που παρείχαν πρόσβαση σε πληροφορίες. Αυτό σημαίνει ότι περιστατικά τα οποία είναι αντικειμενικώς αδύνατον να προβλεφθούν, είναι πιθανό, στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρηθούν ως δυνάμενα να προβλεφθούν και το αντίστροφο, εξαιτίας, για παράδειγμα, του υψηλού ή χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των μερών, αντιστοίχως. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Άρειος Πάγος, στην απόφαση ΑΠ 1252/1986, έκρινε πως περιστατικά όπως η υποτίμηση του νομίσματος ή η μείωση της αγοραστικής δύναμης δεν συνεπάγονται από μόνα τους την εφαρμογή του 288 ΑΚ, εκτός εάν τα μέρη στήριξαν τη σύμβασή τους στα περιστατικά που μεταβλήθηκαν. Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι τα μέτρα λιτότητας, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και η επιβολή λοιπών οικονομικών βαρών τα τελευταία έτη, δε συνιστούν περιστατικά έκτακτα και απρόβλεπτα κατά το 388 ΑΚ, ειδικά όταν η κατάρτιση της σύμβασης έχει γίνει τα τελευταία χρόνια προ της κρίσεως. Εμπίπτουν, ωστόσο, στο πεδίο εφαρμογής του 288ΑΚ, δεδομένου ότι τα δικαστήρια επιτρέπουν την αναπροσαρμογή του μισθώματος, σε συμβάσεις εμπορικών μισθώσεων. Τέλος, η ΟλΑΠ 927/1982 έχει κρίνει ότι η πρόβλεψη του περιστατικού ήδη κατά τη σύναψη της σύμβασης δεν αποκλείει την πιθανότητα να επέλθει μια ανατροπή υπερμεγέθης, «ώστε να συνεπάγεται υπέρβαση του αναληφθέντος εκ της πρόβλεψης κινδύνου», οπότε και θα εφαρμοστεί το 388 ΑΚ.

Αξίζει να γίνει μνεία στην απόφαση του Αρείου Πάγου 1145/2019 που εξαφάνισε την απόφαση 334/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, εναντιώθηκε στη νομολογία, ακόμα και των ανώτατων δικαστηρίων των ευρωπαϊκών χωρών και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και αφορά στη συλλογική αγωγή καταναλωτών για δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Έτσι, ο Άρειος Πάγος υποστηρίζει ότι απρόβλεπτα καθίστανται τα περιστατικά που έλαβαν χώρα εκ των υστέρων, μετά τη σύναψη της σύμβασης και «δεν ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν, υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Απρόοπτη μεταβολή … μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσεως και τόσο μεγάλη, ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του 388ΑΚ δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί και σε σχέση με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως, το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβαλλόμενων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης που πρόκειται να εκτελεστεί στο μέλλον». Οι ανωτέρω «υπόλοιπες συνθήκες» που παρατέθηκαν, αποτελούν και κριτήρια για την κατάφαση ή την άρνηση της προϋπόθεσης της υπέρμετρης επάχθειας.

Σε σχέση, μάλιστα, με το 288ΑΚ, το Εφετείο Αθηνών στην απόφαση 911/2018 διατείνεται ότι « ειδικά στην περίπτωση των δανείων σε ελβετικό φράγκο, το άρθρο 288ΑΚ, δεν πρέπει δογματικά να αναχθεί σε μία εύκολη λύση διάσπασης της συμβατικής σταθερότητας και δεσμευτικότητας, αλλά η εφαρμογή του μπορεί να καταφάσκεται ως ultimum remendum, διόρθωσης της σύμβασης και αναπροσαρμογής των υποχρεώσεων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που πρέπει να κρίνονται in concreto, και δη όταν είναι όλως έντονη η απειλή οικονομικής καταστροφής για το δανειολήπτη, στις οποίες και πάλι το 288ΑΚ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός ανακούφισης, μέσω της επιλογής από το δικαστήριο μιας διόρθωσης της σύμβασης π.χ. διά της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής ή της αναστολής για ένα χρονικό διάστημα της υποχρέωσης καταβολής δόσεων και πάντως όχι με την απαιτούμενη από τις ενάγουσες- εκκαλούσες διόρθωση- αναπροσαρμογή».

 

Της Δικηγόρου Δήμητρας Πανοπούλου